- κλητήρας
- ο (AM κλητήρ, -ῆρος)αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ' ἄγουσ' ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.)νεοελλ.1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίεςα) «δικαστικός κλητήρας» — υπάλληλος αρμόδιος για την κοινοποίηση δημόσιων εγγράφων, δικογράφων, κλήσεων προς τους μάρτυρες και τους διαδίκους, καθώς και για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων σχετικών με τη διαδικασία τής εκτέλεσηςβ) «από δήμαρχος κλητήρας» — λέγεται για ηθικό ή υλικό ξεπεσμό ενός προσώπουαρχ.1. ο μάρτυρας που επικαλείται κάποιος σε μαρτυρία, ότι κάλεσε κάποιον στο δικαστήριο επί παρουσία του2. κήρυκας, καλεστής3. (κωμικά) φορτηγός όνος («ὥστ' ἔμοιγ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλή-θην, παθ. αόρ. τού καλῶ) + επίθημα -τήρ / -τήρος (πρβλ. κρα-τήρ, στα-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.